προσκηδής

προσκηδής
προσκηδής, ές, ([etym.] κῆδος)
A bringing into alliance or kindred,

ξεινοσύνη Od.21.35

: but perh. kindly, as in A.R.3.588.
II connected by marriage, τινι Hdt.8.136;

προσκηδέες

kinsfolk,

AP7.444

(Theaet.), A.R.4.717 (but perh. careworn).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκηδής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία 2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά 3. συγγένεια από αγχιστεία 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηδής (< κῆδος «φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • προσκηδεῖς — προσκηδής bringing into alliance masc/fem acc pl προσκηδής bringing into alliance masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκηδέες — προσκηδής bringing into alliance masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκηδέος — προσκηδής bringing into alliance masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”